- κρατοῦνται
- κρατέωto be strongpres ind mp 3rd pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πειθαρχείο(ν) — το 1. στρατιωτικό κρατητήριο όπου κρατούνται κατά τη διάρκεια τής νύχτας και τού ελεύθερου χρόνου τής ημέρας οι στρατιώτες που έχουν τιμωρηθεί με ποινή φυλάκισης ή κατά τη διάρκεια ολόκληρου τού 24ώρου αν έχουν τιμωρηθεί με αυστηρά φυλάκιση 2.… … Dictionary of Greek
ακροχειρία — η (Α ἀκροχειρία) νεοελλ. ομαδικό στρατιωτικό παιχνίδι, κατά το οποίο δύο αντιμέτωπες ομάδες κρατούνται γερά από τα χέρια και καθεμιά προσπαθεί να παρασύρει μέσα στη γραμμή της τους παίκτες τής άλλης αρχ. ο ακροχειρισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) +… … Dictionary of Greek
θερμαστρίδα — η (Α θέρμαστρις ή θερμαυστρίς ή θερμαστρίς) [θερμάστρα] λαβίδα με την οποία κρατούνται πυρακτωμένα αντικείμενα, τσιμπίδα, μασιά αρχ. 1. κάθε είδος λαβίδας 2. είδος βίαιου χορού κατά τον οποίο αυτός που χόρευε αναπηδούσε διασταυρώνοντας τα πόδια… … Dictionary of Greek
παρασκήνιο — το / παρασκήνιον, ΝΑ θεατρ. ο δίπλα από τη σκηνή τού θεάτρου χώρος νεοελλ. 1. καθένα από τα ορθογώνια πλαίσια πάνω στα οποία εκτείνονται τα σκηνογραφήματα, δεξιά και αριστερά τής σκηνής και τα οποία κρύβουν από τους θεατές το εσωτερικό της, αλλ.… … Dictionary of Greek
προσωπείο — Έτσι ονομάζεται το ψεύτικο πρόσωπο που κατασκευάζεται από διάφορα υλικά και σε διάφορα σχήματα, με μορφή ανθρώπου ή ζώου ή διαβολική, με χαρακτηριστικά σκόπιμα παραμορφωμένα, και χρησιμοποιείται για μαγικούς τελετουργικούς σκοπούς ή για τον… … Dictionary of Greek
φυλακή — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ.), στην πρώην επαρχία Αποκορώνου, του νομού Χανίων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (4 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας οικισμός, τα Δράμια (υψόμ. 50 μ.). * * * η, ΝΜΑ, και ιδιωμ. τ. φλακή Ν [φύλαξ, ακος]… … Dictionary of Greek
Βάσκοι — Λαός εγκατεστημένος στις δύο υπώρειες των δυτικών Πυρηναίων, με εθνικά και προπάντων γλωσσικά χαρακτηριστικά που τον κάνουν να διαφέρει πολύ από τους άλλους ευρωπαϊκούς λαούς. Η γλώσσα, διαφορετική στη δομή της από τις γειτονικές (παρατηρούνται… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
θωρηκτό — Μεγάλο πολεμικό πλοίο εφοδιασμένο με τη μέγιστη επιθετική βλητική ικανότητα και τη μεγαλύτερη δυνατή αμυντική προστασία, η οποία εξασφαλίζεται από κάθετες (θωρηκτή ζώνη) και από οριζόντιες (θωρηκτό κατάστρωμα) θωρακίσεις. Ακόμα και οι… … Dictionary of Greek
κιτονία ή χρυσοκάνθαρος — Γένος κολεοπτέρων εντόμων, το οποίο μαζί με άλλα συγγενή γένη ανήκε στην ομάδα των ανθόβιων και φυτοφάγων σκαραβαίων. Στο στάδιο του τέλειου εντόμου οι κ. τρέφονται με άνθη, καρπούς και οφθαλμούς φυτών –προκαλώντας σοβαρές ζημιές στους κήπους και … Dictionary of Greek